- ἐπινοσσοποιήσονται
- ἐπινοσσοποιέομαιbuild their nests uponfut ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινοσσοποιούμαι — ἐπινοσσοποιοῡμαι, έομαι (Α) κατασκευάζω τη φωλιά μου πάνω σε κάτι («γῡπες ὄρεσιν οὐκ ἐπινοσσοποιήσονται», Δημόκρ.) … Dictionary of Greek